- βολτάμετρο
- Όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση της ποσότητας ηλεκτρισμού με τη μέτρηση της μάζας του υλικού που ελευθερώνεται στα ηλεκτρόδια κατά την ηλεκτρόλυση. Τη δυνατότητα αυτής της μέτρησης δίνει ο νόμος του Φάραντεϊ, σύμφωνα με τον οποίο απαιτείται ποσότητα ηλεκτρισμού ίση με 96.500 Cb για να αποτεθεί μάζα ίση με ένα γραμμοϊσοδύναμο. Ένα τυπικό β. αποτελείται από ένα ηλεκτρόδιο (δοχείο πλατίνας) που περιέχει υδατικό διάλυμα 20-40% νιτρικού αργύρου και από έναν δίσκο ή ράβδο καθαρού αργύρου που παίζει τον ρόλο θετικού ηλεκτροδίου (άνοδος) κατά την ηλεκτρόλυση. Αν τα προϊόντα της ηλεκτρόλυσης είναι αέρια, τότε και τα δύο ηλεκτρόδια καλύπτονται από ογκομετρικούς σωλήνες και η ποσότητα ηλεκτρισμού που περνά από το β. προσδιορίζεται με ογκομέτρηση των αερίων που ελευθερώνονται. Το β. λέγεται και κουλομβόμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.